κηροχυτος

κηροχυτος
    κηρόχυτος
    κηρό-χῠτος
    2
    вылепленный из воска
    

(πλάσμα Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κηροχυτος" в других словарях:

  • κηρόχυτος — moulded of wax masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρόχυτος — η, ο (Α κηρόχυτος, ον) ο κατασκευασμένος από χυτό κερί νεοελλ. φρ. «κηρόχυτες γραμμές» α) οι γραμμές τών τσιγκογραφικών πλακών που κατασκευάζονται με κηροχάραξη β) οι γραμμές που αποτελούν το σχέδιο τού υφάσματος μπατίκ το οποίο πρόκειται να… …   Dictionary of Greek

  • κηρόχυτον — κηρόχυτος moulded of wax masc/fem acc sg κηρόχυτος moulded of wax neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηροχύτοισι — κηρόχυτος moulded of wax masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηροχύτου — κηρόχυτος moulded of wax masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηροχυτώ — κηροχυτῶ, έω (Α) [κηρόχυτος] 1. σχηματίζω μορφές, χύνω σχήματα σαν σε κερί 2. (για τις μέλισσες) κατασκευάζω κυψέλες από κερί …   Dictionary of Greek

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»